δραπετικός

δραπετικός
δρᾱπετικός , δραπετικός
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δραπετικός — δραπετικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δραπέτη 2. (για δούλο) αυτός που παρουσιάζει τάσεις φυγής, επιρρεπής σε δραπέτευση …   Dictionary of Greek

  • δραπετικόν — δρᾱπετικόν , δραπετικός of masc acc sg δρᾱπετικόν , δραπετικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραπετικῶς — δρᾱπετικῶς , δραπετικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”